διαβιβαστήριος

διαβιβαστήριος
ος , ον
1) перевозочный; переправочный; 2) передаточный; пересылочный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διαβιβαστήριος" в других словарях:

  • διαβιβαστήριος — α, ο 1. αυτός που αφορά στη διαβίβαση 2. εκείνος μέσω τού οποίου συντελείται, γίνεται η διαβίβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στα Έγγραφα τού Υπουργείου Παιδείας] …   Dictionary of Greek

  • διαβιβαστικός — ή, ό (ΑΜ διαβιβαστικός, ή, όν) διαβιβαστήριος αρχ. 1. (ως γραμματικός όρος) ο μεταβατικός 2. αυτός που προσφέρει ή παρέχει εύκολη διάβαση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»